- τατώμαι
- -άομαι, Αβλ. τητῶμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τητώμαι — και τατῶμαι, άομαι, Α 1. στερούμαι, υποφέρω από έλλειψη κάποιου πράγματος (α. «φίλων τατώμενος», Πίνδ. β. «oἱ γὰρ θανόντες χαρμάτων τητώμεθα», Ευρ.) 2. (το απαρμφτ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ τητᾱσθαι στέρηση, ένδεια, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., το… … Dictionary of Greek